νηριτικός

νηριτικός
-ή, -ό
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη νηριτική ζώνη
2. φρ. «νηριτική ζώνη»
ωκεαν. θαλάσσια περιοχή που εκτείνεται από τη μέση χαμηλή στάθμη τής παλίρροιας ώς το βάθος τών 200 μέτρων και αντιστοιχεί, γενικά, στην ηπειρωτική κρηπίδα ή υφαλοκρηπίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. neritic < νεολατ. Nerita (< λατ. nerita < νηρίτης «είδος θαλάσσιων κοχλιών») + κατάλ. -ικός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”